- ζεστούτσικος
- η , ο тепловатый, чуть тёплый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεστούτσικος — η, ο 1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα») 2. αυτός που έχει λίγο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. ουτσικος (πρβλ. γλυκ ούτσικος, κουτ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
ζεστούτσικος — η, ο κάπως ζεστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… … Dictionary of Greek
υπόθερμος — η, ο λιγάκι θερμός, ζεστούτσικος, χλιαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)